- πραιτωριανῶν
- πραιτωριανοίsoldiers of the praetorian guardmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πραιτωριανοί — Η σωματοφυλακή του αυτοκράτορα στην αρχαία Ρώμη. Ο θεσμός τους καθιερώθηκε από τον Αύγουστο και στρατολογούνταν εθελοντικά μεταξύ των Ιταλών πολιτών μέχρι τον Σεπτίμιο Σεβήρο· αργότερα και μεταξύ των επαρχιωτών. Τη διοίκησή τους είχε ο praefectus … Dictionary of Greek
Σηϊανός, Λούκιος - Αίλιος — Ρωμαίος στρατηγός, γιος του αρχηγού των πραιτωριανών Σήιου Στράβωνα (1ος μ.Χ. αι.). Έπαρχος των πραιτωριανών, δολοφόνησε το διάδοχο του Τιβέριου, Δρούσο, σε συνενόηση με τη σύζυγο του θύματος, η οποία ήταν ερωμένη του και, αφού έπεισε τον Τιβέριο … Dictionary of Greek
Φαίδρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Υπήρξε και μαθητής του Λυσία. 2. Επικούρειος φιλόσοφος, που διακρίθηκε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα του… … Dictionary of Greek
νέρων — (Claudius Caesar Drusus Germanicus Nero, Άντιον 37 – Ρώμη 68). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Γιος του Δομιτίου Αενοβάρβου και της Αγριππίνας της Νεότερης και ανιψιός του Καλιγούλα, ανέβηκε στον θρόνο το 54 μ.Χ., μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Κλαυδίου,… … Dictionary of Greek
πραιτώριο — Έτσι ονομαζόταν στην αρχαία Ρώμη το γενικό στρατηγείο ή η διαμονή του διοικητή του στρατού. Το όνομα προήλθε από τον πραίτωρα, ο οποίος ασκούσε αρχικά την ανώτατη διοίκηση. Το π. βρισκόταν στο κέντρο του στρατοπέδου πάντα στην ίδια θέση κατά… … Dictionary of Greek
φαιδρός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Υπήρξε και μαθητής του Λυσία. 2. Επικούρειος φιλόσοφος, που διακρίθηκε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα του… … Dictionary of Greek
Γάλβας — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Γ. Μάξιμος, Πόπλιος Σουλπίκιος (τέλη 3ου – αρχές 2ου αι. π.Χ.).Ύπατος της Ρώμης (211 π.Χ.), εργάστηκε για την άμυνα της Ρώμης εναντίον του Καρχηδόνιου στρατηγού Αννίβα. Αργότερα τέθηκε επικεφαλής… … Dictionary of Greek
Δρούσος — Επώνυμο ρωμαϊκής οικογένειας πληβείων, που επονομάστηκαν Δ. όταν ένα από τα μέλη της σκότωσε τον Γαλάτη αρχηγό Δρούσο. 1. Μάρκος Λίβιος Δ. (2ος αι. π.Χ.). Πολιτικός. Έγινε δήμαρχος της Ρώμης το 122 π.Χ., μαζί με τον Γάιο Γράκχο. Ήταν όργανο των… … Dictionary of Greek
Ιγνάτιεφ, Νικολάι Πάβλοβιτς — (Nikolai Pavlovich Ignatiev, Πετρούπολη 1832 – Κίεβο 1908). Ρώσος στρατηγός και διπλωμάτης. Αποφοίτησε από τη στρατιωτική ακαδημία του ρωσικού γενικού επιτελείου (1851). Αφού υπηρέτησε σε διπλωματική υπηρεσία για σύντομο χρονικό διάστημα,… … Dictionary of Greek
Ουλπιανός, Δομίτιος — (Domitius Ulpianus, Τύρος Φοινίκης, β’ μισό 2ου αι. μ.Χ. – Ρώμη 228 μ.Χ.). Ρωμαίος νομικός. Αυτοκρατορικός υπάλληλος και νομοδιδάσκαλος στη Ρώμη, εξορίστηκε από τον Ηλιογάβαλο το 222 μ.Χ., αλλά ανακλήθηκε στην πρωτεύουσα τον ίδιο χρόνο, όταν… … Dictionary of Greek